- αιπυόσαυρος
- (aepysaurus). Γένος σαυρόποδων ερπετών που έχει εκλείψει. Απολιθωμένα λείψανά του βρέθηκαν μέσα σε στρώματα της κατώτερης κρητιδικής διάπλασης στη Γαλλία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… … Dictionary of Greek